Συχνά, η γονεϊκότητα παρουσιάζεται ως ρόλος. Ένας ρόλος με “κανόνες”, “λάθη”, “τρόπους διαχείρισης”, “κρίσιμες ηλικίες”. Κι έτσι, πολλοί γονείς έρχονται στη θεραπεία με μια αίσθηση αποτυχίας:
«Μήπως δεν έκανα τα σωστά;»
«Μήπως το παιδί μου με χρειάζεται αλλιώς;»
«Πώς να του μιλήσω;»
«Και τι κάνω όταν δεν με ακούει;»
Η συστημική προσέγγιση δεν βλέπει τη γονεϊκότητα σαν λίστα οδηγιών. Τη βλέπει ως σχέση – μια δυναμική που διαμορφώνεται ανάμεσα σε δύο (ή περισσότερα) πρόσωπα, κάθε μέρα από την αρχή.
Η σχέση αυτή δεν βασίζεται στο “τέλειο”· βασίζεται στο αρκετά καλό. Στην παρουσία, στο βλέμμα, στην ανοιχτότητα, στην ικανότητα του γονιού να ακούσει, να αποδεχθεί, να ζητήσει συγγνώμη, να μετακινηθεί.
Συχνά, ο γονιός κουβαλά τη δική του ιστορία. Μια παιδική ηλικία με ελλείψεις, μια μητρική ή πατρική φιγούρα απούσα, λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Και όταν γίνεται γονιός, οι σκιές της προηγούμενης γενιάς επιστρέφουν — όχι σαν μομφή, αλλά σαν υπενθύμιση. Η θεραπεία γίνεται τότε χώρος επεξεργασίας του πώς έμαθα να αγαπώ, πώς έμαθα να ζητώ, να προστατεύω, να οριοθετώ.
Η αφηγηματική θεραπεία σε αυτό το πλαίσιο μας προσκαλεί να ξαναδούμε τον εαυτό μας ως γονείς, όχι μέσα από την ενοχή, αλλά μέσα από τη σύνδεση:
- Ποιες ιστορίες έχουμε μάθει να λέμε για το παιδί μας;
- Ποιες για εμάς ως γονείς;
- Ποια αφήγηση ενισχύει τη σχέση και ποια την απομακρύνει;
Η γονεϊκότητα, τελικά, δεν είναι η “ικανότητά μου να διαχειριστώ το παιδί μου”. Είναι η δυνατότητά μου να είμαι εκεί – ακόμη και όταν δεν ξέρω τι να πω. Να είμαι παρών/παρούσα. Όχι τέλειος/τέλεια, αλλά αρκετά σταθερός/ή για να συνεχίσω να προσπαθώ.
Δεν υπάρχει τέλειος γονιός. Υπάρχει ο γονιός που επιστρέφει στη σχέση — ξανά και ξανά.